- Πλαταιικα
- ΠλαταιϊκάΠλᾰταιϊκάτά обстоятельства или время Платейского сражения Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλαταιϊκός — ή, όν, Α [Πλαταιαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Πλαταιές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πλαταιϊκά ὁσα διαδραματίστηκαν στις Πλαταιές, δηλ. η μάχη που έγινε εκεί το 479 π.Χ … Dictionary of Greek